- επίκλυστος
- ἐπίκλυστος, -ον (Α) [επικλύζω]αυτός που κατακλύζεται από νερό, που υπόκειται σε πλημμύρες, ο πλημμυριζόμενος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίκλυστος — flooded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκλυστον — ἐπίκλυστος flooded masc/fem acc sg ἐπίκλυστος flooded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλύστοις — ἐπίκλυστος flooded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλύστου — ἐπίκλυστος flooded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκλυστα — ἐπίκλυστος flooded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)